υποψιασμένος

υποψιασμένος
kuşkulu

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υποψιάζομαι — υποψιάζομαι, υποψιάστηκα, υποψιασμένος βλ. πίν. 36 Σημειώσεις: υποψιάζομαι : η μτχ. υποψιασμένος έχει κυρίως την έννοια → αυτός που (λόγω εμπειρίας, προβληματισμού κτλ.) έχει τις δυνατότητες να αντιληφθεί ευκολότερα κάτι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καραδοκητής — ο (Α καραδοκητής) [καραδοκώ] νεοελλ. αυτός που καραδοκεί, που καιροφυλακτεί αρχ. αυτός που έχει υποψία, υποψιασμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”